- πτωχικά
- πτωχικόςofneut nom/voc/acc plπτωχικά̱ , πτωχικόςoffem nom/voc/acc dualπτωχικά̱ , πτωχικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτωχικά — και φτωχικά επίρρ. τροπ., περιορισμένα, λιτά, στερημένα: Περνάμε φτωχικά στο χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτωχικάς — πτωχικά̱ς , πτωχικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PAUPERES — τὴν πόλιν καταιχύνουσι, civitatem dehonestant, Isocrates Areopag. unde apud Israelitas noluit Deus egentem esse ullum, Per te non debet esse egens, cum omnino benedicturus sit tibi Iehova in illa terra, quam etc. Deuter. c. 15. v. 4. Quare et… … Hofmann J. Lexicon universale
παρεμβύω — Α παρενθέτω, παρενείρω, χώνω κάτι κοντά («μεταξὺ οὕτως εὐτελῆ ὀνόματα καὶ δημοτικὰ καὶ πτωχικά πολλὰ παρενέβυστο», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμβύω «κλείνω, αποφράσσω»] … Dictionary of Greek